Αρχική » Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής για ενηλίκους

Φωτογραφίες

Αρχείο Εκδηλώσεων

Επισκέπτες

42
Live visitors

Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής για ενηλίκους

Περίοδος 2023 -2024. Τα μαθήματα γίνονται κάθε Τρίτη 19:00 -20:00. Υπεύθυνη του τμήματος η κ. Μαρία Μπίμπα.

Τα μέλη του τμήματος Δημιουργικής Γραφής του Συλλόγου μας είχαν την Τρίτη 7 Νοεμβρίου μια πολύ ενδιαφέρουσα συνάντηση με τη συγγραφέα Χρυσούλα Βαγγέλη – Κομζιά στην αίθουσα εργασιών του Συλλόγου μας. Η κ. Χρυσούλα ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση της υπεύθυνης του τμήματος κ. Μαρίας Μπίμπα. Είναι μια ταπεινή εργάτρια του λόγου και του πνεύματος, ένα ζωντανό παράδειγμα θέλησης, ταλέντου και προσπάθειας αφού χωρίς σπουδές και πτυχία κατάφερε με το πείσμα και την αποφασιστικότητά της να αξιοποιήσει το κρυφό της ταλέντο. Έτσι πραγματοποίησε την ανάγκη της να εκφράσει τα συναισθήματά της και τις εμπειρίες της μέσα από τις σελίδες των βιβλίων της που τα έγραψε κυριολεκτικά πάνω στην ραπτομηχανή της, αφού η ραπτική είναι το κύριο επάγγελμά της.

Τα μέλη της ομάδας μας της Δημιουργικής Γραφής είχαν την ευκαιρία να συνομιλήσουν μαζί της και να βρουν τα μυστικά μονοπάτια στο πεδίο της γραφής….

Καλοκαίρι 2023

Είναι εκπληκτικό να βλέπει κανείς πώς μέσα από τις δράσεις των τμημάτων μας ναδεικνύονται τα ταλέντα και οι απίστευτες κρυμμένες δυνατότητες των συμπολιτών μας!!! Οι εικονιζόμενες κυρίες βραβεύτηκαν στον 1ο Πανελλήνιο διαγωνισμό των εκδόσεων “Ηλιαχτίδα” για τα ποιήματά τους, δημιουργήματα της συμμετοχής τους στο τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Συλλόγου μας.

Ιφιγένεια Καλιακάτσου και Βάσω Πεκλάρη

Τα παρακάτω αποτελούν πονήματα των φίλων μας που συμμετείχαν στο τμήμα της Δημιουργικής Γραφής του Συλλόγου μας την περίοδο 2022 – 2023. Οι ίδιοι μας έκαναν την τιμή να μας κάνουν κοινωνούς των γραπτών τους και είναι χαρά μας να τα μοιραστούμε….

Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν τα κείμενα είναι επιλογή των δημιουργών τους.

Ποίηση και πεζογραφία.

Από τα παλιά στο σήμερα στην Άρτα και όχι μόνο: “Η ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ” του Ναπολέοντα Χουλιάρα.

Η ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ

Ο αγέρας λυσσομάναε, τα παντζούρια είχαν στήσ’ κουβιντουλόι. Κι η Γιαννούλα χωμέν’ στ’ φλουκιαστή διν μπόργει να κλείσ’ μάτ’. Αύριο ήταν μιγάλ’ μέρα για του σχουλιό, θ’ανάρχουνταν ου Ηπιθιωρητής.

«Ω, Γιαννούλα, τι φτιάνς αυτού; Άσι ήσυχ’ τ’ γίδα. Δε σού πα, μουρή, να μην μπαίνς καβάλα;»

«Ε, ου ρι μάνα, δεν παθαίν’ τίπουτα η γίδα».

«Ω, Γιαννούλα, μια φουρά να μ’ακούσις, μουρή, μια φουρά κι να πιθάνου».

«Μην του λιές, μάνα, γιατί θα του κάνου».

«Άι να σούμπ’ ου διάουλους, να σούμπ’! Δυό η αλπού, τρεις τ’αλπόπλου».

«Τι να σ’ κάνου, μάναμ, ας μη μ’ έκανεις τόσου έξυπν’».

«Αν ήσαν έξυπν’ θανά κανς ότ’ σ’ λέει η μάνας κι διν θα κανς τ’κιφαλιούς. Τσακίσ’ κι έλα γλήγουρα ιδώ να μι ζαλιγκώσεις».

«Νά ’ρθου, μάναμ, νά ’ρθου, κι ισύ άσι του γάιδαρου να ξαπουστέν’».

«Κι ύστηρα μ’ λιές να κάνου το δκος. Άμ, δίν έσφαξι. Σταμάτα, μουρή, μη σ’ ακούς ου πατέρας κι ποιούς μας ξιμπλέκει».

«Γιατί, ουρή μάνα, πέσμ’ έχου άδικου;»

«Για ποιο πράμα, πιδάκιμ; Μη μπέρδιψις».

«Για του γάιδαρου, μάνα, για του γάιδαρου. Σι ρουτάου, είνη σουστό ο γάιδαρος να μας λουξοκτάει χαζουλογώντας αντί να κάν’ αυτός τη δλιά. Όχι, πες μ’, είνη;»

«Αφού του λιέει ου πατέρας, είνη».

«Δηλαδή, μάνα, αν πει ου πατέρας πιτάει ου γάιδαρος πιτάει. Πιτάει, μάνα;»

«Αν του πει ου πατέρας, πιτάει. Κι ου γάιδαρους πιτάει, κι ισύ στου σχολειό διν ξαναπάς! Έχ’ δίκιου ου πατέρας, Γιαννούλαμ, δεν είνη για κουπέλιες αυτά τα πράματα. Ισύ θα κάτσεις δίπλα στ’ μάνας, θα μάθς αργαλιό, θα μάθς να κιντάς, θα μάθς ν’ ακούς τουν άντρα σ’ κι να γινουβουλάς. Αυτά τα σούρτα φέρτα μι τα γράμματα, μι του σχολειό κι του δάσκαλου να τα ξιχάσεις. Τούπι κι ου πατέρας, δεν είνη αυτά για κουπέλιες».

«Κι αν ου πατέρας, μάνα, πει στου γάιδαρου να κάθιτι, κι σι σένα να ζαλιγκώνισι; Ιγώ, μάνα, πρέπ’ να μάθου γράμματα κι όχι μόνο για μένα, αλλά να μάθου για όλις τς γναίκις π’ πήραν τ’ θέσ’ τ’γαϊδάρ’. Μπας κι μπουρέσου, μάναμ, ν’ ανοίξου ένα παραθύρ’ να ξιστραβουθείτι να ιδούμι λίγου φως».

Η Γιαννούλα σκώθκι πριν χαράξ’ ου ήλιους. Έβαλι στουν τρουβά τα παπούτσια, πίρη τ’μουτρουμέν’ ιφχή τ’ πατέρα, τ’ σιωπηλή ιφχή τς μάνας κι κίνση για του σχολειό.

Η μιγάλ’ μέρα έφτασι. Θ’ανάρχουνταν ου Ηπιθιωρητής.           

Συνεχίζουμε με τη “ΣΚΑΛΙΣΤΗ ΚΕΡΑΣΙΑ” της Ελπίδας Σαούλου.

Είμαι ένα κομοδίνο· όχι ένα τυχαίο κομοδίνο, αλλά όπως και να το κάνουμε είμαι αρχοντικό και εκλεπτυσμένο. Είμαι από ξύλο κερασιάς με σκαλιστά σχέδια σαν κλαριά που καταλήγουν στα πόδια μου. Έγινα ειδική παραγγελία για την κυρία Ευθαλία, η οποία με χάιδευε κάθε πρωί μόλις ξυπνούσε και κάθε βράδυ πριν καληνυχτίσει τον σύζυγό της. Πολλές φορές μου έβαζε ένα ευωδιαστό λάδι, το οποίο περνούσε με λεπτομέρεια σε κάθε εγκοπή μου. Εγώ ένιωθα λες και ήμουν το πιο γυαλιστερό κομοδίνο του κόσμου.

Μετά από χρόνια, η κυρία Ευθαλία δεν με χάιδεψε το πρωί. Πήγε να βρει τον σύζυγό της, που είχε ήδη φύγει ξαφνικά ένα βράδυ, κι εγώ έμεινα μόνο για μέρες σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο. Ξαφνικά, ένα διαπεραστικό φως με τύφλωσε, και ένα κύριος με σήκωσε άτσαλα και μ’ έβαλε σε ένα αγροτικό, για να καταλήξω σε ένα μαγαζί.

Δίπλα μου είχα κι άλλα κομοδίνα, τραπέζια και πολλά ξύλινα αντικείμενα. Οι μέρες περνούσαν και έμενα εκεί, ώσπου έγινε κάτι μαγικό. Η κόρη της κυρίας Ευθαλίας ήρθε μαζί με τη μικρή της και με ξαναπήραν πίσω. Θυμάμαι τη μικρή να τρέχει κατά πάνω μου, να ανοίγει το τελευταίο συρτάρι γρήγορα και να παίρνει την καραμέλα που έκρυβε η γιαγιά της. Και θυμάμαι ότι μόλις έπαιρνε αυτό που έψαχνε, πριν κλείσει εντελώς το συρτάρι, ακουμπούσε τα πόδια μου με περιέργεια. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ήταν ένα διερευνητικό χάδι. Ένιωσα μεγάλη ανακούφιση καθώς δεν μπορούσα να σκεφτώ ξένο χέρι να με ακουμπάει.

Ποιος μπορεί να κρίνει σήμερα ποιος είναι ο τρελός και ποιος ο γνωστικός στ’ αλήθεια; “Ο δάσκαλος και ο κούκου” του Μιχάλη Κατσιμπόκη.

Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΙ Ο ΚΟΥΚΟΥ

Όλοι έλεγαν ότι του ’χε σαλέψει. Πώς το λένε, τα ’χε χαμένα! Τους πίστεψα κι εγώ. Άλλοι έλεγαν ότι ήταν κληρονομικό· ότι είχε πάρει απ’ τη μάνα του. Έτσι ήταν κι εκείνη στα γεράματα. Αλλά ο δάσκαλος ήταν δεν ήταν σαράντα χρονών. Άλλοι έλεγαν ότι του σάλεψε μια μέρα που γύρισε νωρίτερα στο σπίτι απ’ το σχολείο κι είδε τη γυναίκα του στο κρεβάτι με τον καλύτερό του φίλο. Νομίζεις πολύ θέλει ο άνθρωπος;

Όλοι τον φώναζαν «δάσκαλο». Δεν έμαθα ποτέ το πραγματικό του όνομα. Ήταν, λέει, φιλόλογος απ’ τους καλύτερους. Ό,τι και να τον ρωτούσες στα φιλολογικά, το απαντούσε αμέσως. Έτσι έβγαζε τον καφέ, το ποτό, ίσως και το φαΐ του. Περπατούσε φορώντας κάτι παλιά ρούχα – όχι σκισμένα, αλλά άπλυτα. Κι όταν πέρναγε απ’ την κεντρική πλατεία, όλο και κάποιος τον φώναζε να πλησιάσει.

«Δάσκαλε, για πες μας τον υπερσυντέλικο παθητικής φωνής του ὁράω-ῶ».

Κι εκείνος ξεκίναγε μεμιάς, χωρίς δεύτερη σκέψη: «ἑωράμην, ἑώρασο, ἑώρατο, ἑωράμεθα, ἑώρασθε, ἑώραντο».

«Κάτσε, δάσκαλε, να σε κεράσουμε έναν καφέ».

Κι εκείνος καθόταν και περίμενε το κέρασμα. Τον είχα δει λίγες φορές να γελά. Συνήθως ήταν ήσυχος και μελαγχολικός. Σαν να καταλάβαινε ακριβώς τι συνέβαινε γύρω του. Όλα τα πειράγματα, όλα τα γέλια των άλλων. Αλλά δεν έδινε σημασία. Αρκεί να βγαίνει ο επιούσιος.

Αν δεν τον γνώριζες, έτσι όπως καθόταν και μιλούσε, σίγουρα τον πέρναγες για τον πιο γνωστικό. Βλέπεις, ο δάσκαλος ήξερε όλα τα αρχαία ρητά. Και τα ταίριαζε όπου και να πήγαινε η συζήτηση. Ξεκινούσε απ’ τα πιο γνωστά, όπως το «Γνώθι σαυτόν» και έφτανε στο «O δε ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω».

Πολλές φορές τον είχα δει να κουβαλά το φαγητό του σε μια διαφανή, πλαστική σακούλα –όπως όλοι εμείς– σαν να πηγαίνει σπίτι για να φάει. Αλλά ποτέ δεν έμαθα αν όντως έχει σπίτι ή κοιμάται στους δρόμους, εκεί όπου τον έβλεπα συνήθως. Καθισμένο μια εδώ και μια εκεί, στα σκαλοπάτια εισόδου των πολυκατοικιών, να τρώει το τοστάκι του, να μαζεύει τα σκουπίδια του και να τα πετάει στον κοντινότερο κάδο.

Αλλά όταν έβρισκε και έπινε, δεν τον αναγνώριζες. Άλλος άνθρωπος. Να περπατά τρικλίζοντας, με το μπουκάλι στο δεξί χέρι, σκυφτός. Σαν να ντρεπόταν. Χωρίς να τον νοιάζει αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι. Κι όταν τέλειωνε το μπουκάλι του, να κάθεται στο πεζοδρόμιο αποκαμωμένος, στηρίζοντας το κορμί του σε κάποιον τοίχο. Πάντα με το άδειο μπουκάλι στο δεξί χέρι. Μέχρι να τον βρει στην ίδια στάση, ακίνητο, το πρωινό. Ευτυχώς, τουλάχιστον, έπινε μόνο το βράδυ. Το πρωί ήταν πάλι νηφάλιος. Όπως τότε, παλιά, που δίδασκε ακόμα στο σχολείο.

Πάντα κάκιζα τον εαυτό μου, που στην αρχή πίστεψα τους άλλους, που τον έλεγαν μουρλό, τρελό, χαμένο, κούκου. Την πρώτη φορά που κάποιος τον φώναξε στην παρέα μου, μετά τις ερωτήσεις γραμματικής, προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι τα μάτια του είχαν αλλάξει από καφέ σε μπλε σαν τα δικά μου. Γύρισε, με κοίταξε προσεκτικά, βαθιά μέσα στα μάτια και μου είπε: «Σε όλα υπάρχει νόμος, στα μάτια όχι όμως». Κι αμέσως μετά άρχισε να ψάχνει αριστερά δεξιά το κέρασμά του, σαν μικρό παιδί.

Εκείνο το βράδυ, μ’ έφαγαν οι τύψεις. Ντρεπόμουν πολύ που συμμετείχα άθελά μου σ’ εκείνο το πρωινό τσίρκο. Στα δικά μου μάτια, φάνταζε πιο γνωστικός απ’ όλους. Και τον κέρναγα καφέδες… πολλούς καφέδες. Κάτι σαν πληρωμή, αφού μου έλυνε τις ασκήσεις των αρχαίων.

Μέχρι που τον έχασα. Κάποιοι είπαν ότι τον πήραν στο τρελάδικο της Κέρκυρας. Δεν τους πίστεψα. Μέχρι που τον ξαναείδα χθες. Ναι, χθες βράδυ. Σκυφτό. Να μην μπορεί να περπατήσει ίσια. Εκεί στην πλατεία του Αγίου Δημητρίου, λίγα μέτρα μπροστά απ’ την κρεπερί. Λίγο πριν κατέβει τα σκαλιά, με μια διαφανή, πλαστική σακούλα στο αριστερό του χέρι κι ένα μπουκάλι στο δεξί. Αξύριστο, όπως πάντα. Γερασμένο πια. Η μουσική ακουγόταν δυνατά από τα δύο διπλανά καφέ-μπαρ. Κοντοστάθηκε. Γύρισε αργά αριστερά, κοίταξε για μια στιγμή τον κόσμο, και συνέχισε τον δρόμο του μονολογώντας: «Δηλαδή, δεν κατάλαβα. Σκοτώθηκαν τόσα άτομα, και σήμερα είμαστε ευτυχισμένοι;».

Κι έσκυψα κι εγώ το κεφάλι. Και συνέχισα κι εγώ τον δρόμο μου σκυφτός. Γιατί μ’ έκανε και ντράπηκα πολύ, για δεύτερη φορά, που συμμετείχα άθελά μου σ’ εκείνο το βραδινό τσίρκο. Γιατί απ’ ό,τι φαίνεται, τόσα χρόνια, εγώ ήμουν ο μουρλός, ο τρελός, ο χαμένος, ο κούκου.

Σαν παλιό παραμύθι, “Η χελώνα και ο λαγός” της Ηράκλειας Καλοκαίρη.

Η ΧΕΛΩΝΑ ΚΙ Ο ΛΑΓΟΣ

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μέσα στο δάσος ένας καλόκαρδος λαγός που ό,τι και να του ζητούσες, αμέσως γινόταν χαλί να τον πατήσεις. Από την άλλη μεριά του δάσους ζούσε η τεμπέλα η χελώνα που το μόνο πράγμα που την ευχαριστούσε ήταν να κοιμάται και να τρώει.

«Μα πόσο με εκνευρίζει αυτός ο λαγός! Παντού μπροστά μου εμφανίζεται: ο λαγός να πάει στη λίμνη για νερό, ο λαγός να πάει στο δάσος για ξύλα.Ε, νισάφι πια! Όλα τα ζώα του δάσους μιλάνε για τις ικανότητες του λαγού. Κάτι πρέπει να κάνω».

Η χελώνα, δίχως να χάσει χρόνο, πήγε στο δάσος για να βρει τον λαγό.

«Καλησπέρα, λαγέ».

«Καλησπέρα».

«Σκέφτηκα να κάνουμε έναν αγώνα δρόμου οι δυο μας, για να δουν όλα τα ζώα πόσο γρήγορος είσαι και να σε ανακηρύξουμε βασιλιά του δάσους».

«Γιατί να το κάνουμε αυτό; Εγώ…εγώ δεν θέλω να γίνω βασιλιάς».

«Μα καλά, είναι πράγματα αυτά που λες τώρα; Όπως το λιοντάρι είναι ο βασιλιάς της ζούγκλας έτσι κι εσύ πρέπει να γίνεις ο βασιλιάς του δάσους. Δεν ακούω τίποτα, αύριο το πρωί θα έρθεις από το σπίτι μου για να πάμε μαζί στον αγώνα. Μην ανησυχείς για τίποτα, θα τα οργανώσω όλα εγώ. Εντάξει;»

«Εντάξει, αφού το λες εσύ».

Η χελώνα ανέθεσε στο σκιουράκι να πάει τρέχοντας μέσα στο δάσος από δω και από κει και να φωνάξει δυνατά: «Αύριο το πρωί στις δέκα, ο λαγός και η χελώνα θα κάνουν αγώνα δρόμου. Να μην λείπει κανείς!».

Το επόμενο πρωί ο λαγός πήγε στο σπίτι της χελώνας, χτύπησε την πόρτα και περίμενε.

«Πέρασε, μην στέκεσαι στην πόρτα.Εγώ πάω λίγο στο μπάνιο για να χτενίσω τα μαλλιά μου. Πρέπει να είμαι όμορφη σήμερα που θα μας δουν όλα τα ζώα του δάσους.Μετά να πας κι εσύ!»

«Εντάξει, αφού το λες εσύ!»

Μόλις μπήκε ο λαγός στο μπάνιο, η χελώνα πολύ προσεκτικά κλείδωσε την πόρτα και πήρε το κλειδί.

«Άντε, λαγέ, θ’ αργήσουμε!»

Πάει ο καημένος να ανοίξει, αλλά…

«Τι έγινε; Γιατί δεν ανοίγει η πόρτα;»

«Πω πω τι πάθαμε! Ξέχασα ότι η πόρτα είναι χαλασμένη. Πάω γρήγορα να βρω έναν μάστορα».

«Και ο αγώνας; Τι θα γίνει με τον αγώνα;»

«Θα έρθω όσο πιο γρήγορα μπορώ, αλλά μην ξεχνάς ότι εγώ είμαι χελώνα, δεν είμαι λαγός».

«Καλά καλά πήγαινε εσύ, κι εγώ θα σε περιμένω».

Μόλις η χελώνα έφτασε στο δάσος, έβαλε τα κλάματα και με τρεμάμενη φωνή είπε μπροστά σε όλα τα ζώα: «Ο λαγός με κοροϊδεύει όλη την ώρα.Με προκάλεσε σε αγώνα δρόμου λέγοντάς μου ότι θα κερδίσει πριν καλά καλά κάνω δέκα βήματα και χασκογελώντας μου είπε ότι θα πάρει έναν υπνάκο πρώτα».

«Ε, όχι και να κοιμηθεί! Τόσο πολύ πήραν τα μυαλά του αέρα;» είπε η κουκουβάγια. «Πρέπει να του δώσουμε ένα μάθημα που θα το θυμάται σε όλη του τη ζωή. Ας ξεκινήσει ο αγώνας!»

Ο λαγός μόλις άκουσε τις φωνές από το δάσος αμέσως κατάλαβε τι είχε γίνει και από τον θυμό του πήρε φόρα, έδωσε μια γερή κλοτσιά στην πόρτα και την έσπασε. Γρήγορα γρήγορα έτρεξε προς τη γραμμή του τερματισμού, ήταν όμως ήδη αργά. Η χελώνα είχε τερματίσει πρώτη και τα ζώα ζητωκραύγαζαν για τη νίκη της, ενώ ο λαγός γύρισε ντροπιασμένος στο λαγούμι του.

ΕΠΙΜΥΘΙΟ:

Χρειάζονται είκοσι χρόνια για να φτιάξεις μια φήμη και πέντε λεπτά για να την καταστρέψεις.

Ένα μυαλό θολωμένο από ποτό και από απόγνωση…… “ΜΠΟΥΚΑΛΙ” του Νέστωρα Σκέντου

Cafe table with absinthe, Vincent Van Gogh

Εκείνο το βράδυ είχε πιει πολύ. Πιο πολύ απ’ ό,τι συνήθως. Ίσως ήταν η κούρασή του, ίσως η απουσία ερωτικής διάθεσης που τύλιγε την ατμόσφαιρα. Δεν ήξερε τι να κάνει, γι’ αυτό έπινε. Όταν άρχισε να ζαλίζεται και όλα φαίνονταν πια πιο αστεία από πριν, φώναξε για τον λογαριασμό. Πλήρωσε. Πριν φύγει όμως, άρπαξε μια χαρτοπετσέτα, και με γράμματα που τρέκλιζαν έγραψε λίγες γραμμές. Την έριξε σ’ ένα μπουκάλι και σηκώθηκε. Βγαίνοντας από την πόρτα, κοίταξε απ’ τη βιτρίνα. Κάποιος έπρεπε να διαβάσει αυτές τις λέξεις… Ήταν, ίσως, οι τελευταίες. Η πόρτα έκλεισε πίσω του.

Δεν χρειάζονται επιχειρήματα, πειθώ και επίμονος διάλογος….Αρκεί ένα μήνυμα για να αλλάξεις γνώμη… “Μήνυμα στο μπουκάλι” του Μιχάλη Κατσιμπόκη.

ΜΗΝΥΜΑ ΣΤΟ ΜΠΟΥΚΑΛΙ

Μπορείς να με εκβιάσεις όσο θες. Δεν θ’ αλλάξει τίποτα. Μπορείς να μου τάξεις ό,τι θες. Πάλι δεν θ’ αλλάξει τίποτα. Εγώ μισώ τα σούπερ μάρκετ. Τελεία και παύλα.

Το πολύ να πάω από ανάγκη μια φορά τον μήνα. Όπως χθες. Μπήκα βιαστικά, έριξα καμιά δεκαριά είδη στο καρότσι και τροχάδην για το ταμείο. Καθώς τακτοποιούσα τα ψώνια πάνω στον πάγκο, βλέπω γραμμένο πάνω στο μπουκάλι κρασί ένα μήνυμα: «Σε θέλω».

Κοιτάζω δεξιά, κοιτάζω αριστερά, καμία ύποπτη κίνηση. Σκέφτηκα να το επιστρέψω στο ράφι, αλλά κάτι με κράτησε. Στο σπίτι, πίνοντας το κρασί, το πήρα απόφαση.

Αύριο, πάλι σούπερ μάρκετ. Δεύτερη φορά αυτόν τον μήνα!

Ψηλαφίζοντας τη ζωή στον εργασιακό μεσαίωνα του σήμερα και “Αναζητώντας τον χαμένο δρόμο” της Παναγιώτας Μακρή

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΔΡΟΜΟ

Να σας συστηθώ. Είμαι η Καίτη, είμαι τριάντα χρόνων, δεν θέλω να θυμάμαι από πού κατάγομαι, γι’αυτό και δεν απαντάω, όταν με ρωτάνε με απορία, που απορώ και εγώ, γιατί υπάρχει στους ανθρώπους. Εργάζομαι, επίσης, κάπου που δεν θέλω να θυμάμαι, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ. Είμαι υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων στο πιο επώνυμο κατάστημα της περιοχής, εδώ που ζω. Υπάρχουν φορές που ξεχνάω ότι υπάρχει ζωή και έξω από το μαγαζί, άνθρωποι που δεν φωνάζουν, που ξέρουν να φλερτάρουν, πως η μέρα έχει φως. Α, και μέσα σ’ όλα έχω και ένα αγόρι. Δεν θα πω γκόμενο, γιατί δεν του αρέσει να τον αποκαλώ έτσι· και μία γάτα, που σχεδόν έχει ξεχάσει την ύπαρξή μου.

Η γάτα μου, που λέτε, ήρθε στη ζωή μου σε μια περίοδο που ακόμη καλά καλά δεν μπορούσα να συντηρήσω τον εαυτό μου, αφού έχοντας μόλις βγει από τη σχολή και αφελώς σκεπτόμενη ότι όλα οφείλουν να μου έρθουν βολικά, γειώθηκα απότομα από την πραγματικότητα που επέμενε να μου κλείνει την πόρτα στα μούτρα. Τότε ήταν που γνώρισα τη Lucky, το μικρό αυτό ναζιάρικο, καχεκτικό γατί –που εδώ που τα λέμε δεν διαφέραμε και πολύ εμφανισιακά εκείνη την περίοδο– όταν αποφάσισε να αρχίσει να νιαουρίζει παραπονιάρικα στην πόρτα μου ζητώντας λίγο φαγητό. Μόνη και απελπισμένη εκείνη, μόνη και απελπισμένη εγώ, ε δεν άργησε και πολύ να γίνει η σύνδεση. Κάπου εκεί αποφάσισα να την ονομάσω και Lucky, μπας και το όνομα είναι αυτό που θα αλλάξει την τύχη μας.

Και πράγματι, Lucky, όνομα και πράγμα! Λίγες μέρες μετά την από το σύμπαν προκαθορισμένη συνάντησή μας –ο Θεός και η μέριμνά του με άφηναν παγερά αδιάφορη τότε– με ειδοποιούν από το πιο δημοφιλές μαγαζί της περιοχής μου ότι διαβάζοντας το πενιχρό βιογραφικό μου θεώρησαν πως μπορώ να δοκιμαστώ στη θέση των δημοσίων σχέσεων. Για να είμαι ειλικρινής, ήθελαν να είμαι πόρτα στο μαγαζί και δεν ξέρω αν το βιογραφικό μου ήταν τόσο καλό για τη δουλειά, όσο η διαθεσιμότητάμου για τα τρελά ωράρια εργασίας, που αυτοί «υπόσχονταν».

Αυτό ήταν λοιπόν! Η Lucky ήρθε στη ζωή μου για να τη γεμίσει με οτιδήποτε άλλο εκτός από την παρουσία της. Εδώ και επτά χρόνια ζω τη νύχτα και κοιμάμαι τη μέρα. Η πόρτα έγινε γραφείο, το γραφείο συμπληρώθηκε και με άλλα πόστα του μαγαζιού κι εγώ κοντεύω να γίνω μέτοχος στην επιχείρηση, κερδίζοντας απλώς διακόσια ευρώ παραπάνω από την κοπέλα που τώρα είναι στο πόστο της πόρτας. Τρώω όποτε ξυπνήσω, έχω επιφορτίσει τη γειτόνισσα, αιώνια φοιτήτρια, με την ευθύνη να ταΐζει τη γάτα μου, μη τυχόν και μου πεθάνει από την πείνα. Και αυτή η κακομοίρα αρκείται στο να της χαρίζω ένα χάδι και ένα χαμόγελο πριν φύγω για τη δουλειά.

Επίσης, έχω ξεχάσει ότι έχω φίλους, εκείνοι με βλέπουν στα κλεφτά κάθε που έρχονται στο μαγαζί, αν φυσικά έχουν βρει κάποιον να τους κρατάει για μία ώρα μια φορά την εβδομάδα το παιδί. Α, ξέχασα! Είναι και το αγόρι μου, που θεώρησε τον εαυτό του τυχερό επειδή βγήκε τελικά εκείνο το βράδυ που βαριόταν να βγει και με γνώρισε. Πού να ήξερε! Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.

Τα λέω όλα αυτά για να καταλάβετε πώς εδώ και επτά χρόνια έχω σκαλώσει σε μια κατάσταση που δεν ξέρω καν αν μου προσφέρει κάτι. Βλέπω τη ζωή να περνάει από μπροστά μου και ούτε που απλώνω το χέρι να την αγγίξω, από φόβο μήπως χάσω κάτι μέσα στο οποίο εγώ έχω ήδη χαθεί. Σχεδόν δεν ζω. Μόνο δουλεύω. Τι να πω; Μπορεί απλώς να μη θέλω να ξαναγυρίσω στην κατάσταση που ήμουν παλιά. Αλλά μάλλον λέω βλακείες. Τότε ήμουν καλά.

«Ψωρίαση» μου λέει η δερματολόγος «και μάλιστα σε έξαρση». «Αγχώνεστε πολύ;» με ρωτάει. «Τι να σας πω;» της λέω. «Μπορεί». Με αυτό το «μπορεί», ένα κάρο χαρτιά για εξετάσεις, μια συνταγή από πάνω ως κάτω για αλοιφές, καθώς κι ένα πλήρως θολωμένο μυαλό, έφυγα από το ιατρείο της. Καθώς κατέβαινα τις σκάλες της σκέφτηκα: «Μήπως ήρθε η ώρα να ζητήσω μια άδεια διαρκείας;». Είναι ένα πρώτο βήμα, δεν μπορείτε να πείτε!

Τι είναι η ζωή παρά ένας αδιάκοπος καθημερινός αγώνας…. “Διεκδικώντας τη ζωή και την αγάπη” της Μαρίας Παπαθεοδώρου.

ΔΙΕΚΔΙΚΩΝΤΑΣ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ

Εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό του 1939 ο Μάνθος άνοιξε το καφενείο του έχοντας πάρει την απόφασή του. Πέρασε ένα ολόκληρο καλοκαίρι παρακολουθώντας το αντικείμενο του πόθου του να πηγαινοέρχεται στο μαγαζί του αδερφού της, δίπλα από το καφενείο του και δεν πίστευε στα μάτια του πόσο γρήγορα μεγάλωσε η μικρή Εβραιοπούλα, κόρη του σπιτονοικοκύρη του.

Στα δεκαοκτώ της χρόνια, η Αστερίτσα κοιτούσε τον κόσμο μέσα από τα γκριζοπράσινα εκφραστικά της μάτια ενώ οι πλούσιες μελαχρινές της μπούκλες αγκάλιαζαν τα όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Το χαμόγελο της λυγερόκορμης κοπέλας έκανε τον ερωτοχτυπημένο καφετζή να λιώνει κάθε φορά που του μιλούσε.

Στα τριάντα του πια, ο Μάνθος δεν είχε αποφασίσει ακόμη να παντρευτεί προς μεγάλη απογοήτευση της μάνας του που έβλεπε τον γιο της να μεγαλώνει χωρίς γυναίκα και απογόνους. Δεν ήταν όμορφος ο Μάνθος ούτε είχε μπόι. Είχε όμως εξυπνάδα, καλοσύνη κι ήταν γλυκομίλητος. Κι όταν τον κοίταζε στα μάτια η Αστερίτσα και του χαμογελούσε, έκανε όνειρα. Ονειρευόταν ότι κάποια μέρα θα γκρεμιστούν οι δυο τοίχοι που τους χώριζαν. Ο ένας ήταν αυτός στο σπίτι της οικογένειας Μπαρούχου που του νοίκιαζαν το μικρό δωματιάκι, λίγα μόλις μέτρα από το δωμάτιο της αγαπημένης του. Ο δεύτερος τοίχος ήταν η θρησκεία. Χριστιανός εκείνος, Εβραία εκείνη, πώς να δεθούν; Ανήκουστα πράγματα.

Αλλά εκείνο το πρωινό ήταν αποφασισμένος να κάνει το μεγάλο βήμα. Να περάσει το κατώφλι του μαγαζιού του Eλία και να…

«Eλία, σας ξέρω και με ξέρετε. Μένω στο σπίτι σας και…»

«Φυσικά, Μάνθο. Η εκτίμηση είναι αμοιβαία».

«Τότε, θα μου δώσετε την Αστερίτσα για γυναίκα μου;»

Ο Eλία γούρλωσε τα μάτια και κοίταξε τον Μάνθο σαν να ήταν ο πιο μισητός άνθρωπος στον κόσμο.

«Τι λες, Μάνθο; Πιωμένος είσαι;»

«Όχι, Ελία, ερωτευμένος είμαι. Πολύ».

«Είσαι όμως και χριστιανός και αυτό που ζητάς δεν γίνεται. Πού ακούστηκε Εβραία και χριστιανός σε γάμο; Ποτέ!»

«Ελία, την αγαπώ την Αστερίτσα και θα την κάνω ευτυχισμένη».

«Μάνθο, σε παρακαλώ, δεν θέλω να ξεχάσω πόσο σε συμπαθούμε και είσαι νοικάρης μας. Αυτό που ζητάς δεν γίνεται. Ας πούμε ότι αυτή η κουβέντα δεν έγινε ποτέ».

Οι σχέσεις δεν διαταράχθηκαν, αλλά η οικογένεια Μπαρούχου ήταν πλέον πιο επιφυλακτική στη συμπεριφορά τους απέναντί του. O Μάνθος όμως δεν το έβαλε κάτω. Ήταν αποφασισμένος να παντρευτεί την Αστερίτσα κι αφού δεν μπόρεσε μέσω του αδερφού της, θα ακολουθούσε άλλο μονοπάτι· αυτό που οδηγούσε στην καρδιά της. Για έξι μήνες την πολιορκούσε καθημερινά· με χαμόγελα, με κομπλιμέντα, με τις πιο γλυκές κουβέντες που μπορεί να πει ένας άντρας στη γυναίκα που αγαπά. Και το έκανε όπου την έβρισκε· μέσα στο σπίτι που ζούσαν κι οι δυο, τόσο κοντά μα τόσο μακριά, στον δρόμο, στη βόλτα. Και όλα αυτά γρήγορα για να μην τους δουν τα αδιάκριτα βλέμματα μιας μικρής κοινωνίας όπου μπορεί για αιώνες να συμβιώνουν ειρηνικά οι δυο θρησκείες, αλλά η ανάμιξή τους ήταν αδύνατη.

Μετά ήρθε ο πόλεμος και ο Μάνθος έφυγε για το μέτωπο. Φεύγοντας πήρε δυο πράγματα μαζί του, την ευχή της μάνας και τα λόγια της Αστερίτσας όταν μέσα στην αναστάτωση που επικρατούσε εκείνο το πρωί, τρύπωσε στην κάμαρά του και του είπε: «Σ΄ αγαπώ, Μάνθο, και θα σε περιμένω».

Δεν πήγε στον πόλεμο ο Μάνθος, σε πανηγύρι πήγε. Τα λόγια της Αστερίτσας και η ευχή της μάνας έγιναν τα φυλαχτά που τον προστάτευσαν από το κακό. Όταν γύρισε, οι Γερμανοί είχαν ήδη εγκατασταθεί στην πόλη και ο εφιάλτης της Κατοχής είχε ξεκινήσει. Πήγε στη μάνα του στο χωριό. Τον έσφιξε στην αγκαλιά της εκείνη και πριν προλάβει να τον καλωσορίσει, ο Μάνθος της είπε αποφασιστικά: «Θα την πάρω μάνα και θα τη φέρω στο χωριό. Θα την κάνω γυναίκα μου».

Τι να πει η μάνα; Υποταγμένη μια ζωή στον συγχωρεμένο τον άντρα της, υποταγμένη έπειτα και στους γιους της, δεν τόλμησε να πει κουβέντα.

Το’πε και το ’κανε ο Μάνθος. Δυο μέρες παραμόνευε στο σπίτι της κοπέλας για να την πετύχει μονάχη της. Την τρίτη μέρα την είδε να βγαίνει από το σπίτι και τη στρίμωξε στη γωνία.

«Γύρισες, Μάνθο;»

«Γύρισα, κορίτσι μου, για να σε κάνω γυναίκα μου. Θέλεις;»

«Θέλω, αλλά είμαι Εβραία».

«Θα σε βαφτίσω χριστιανή και θα παντρευτούμε».

«Πώς; Οι γονείς μου, τα αδέρφια μου;»

«Θα το δεχτούν όταν γίνει».

Την άλλη μέρα αχάραγα την περίμενε στη γωνία του σπιτιού της. Τρεις μέρες μετά, η χριστιανή πλέον Στέλλα ήταν παντρεμένη δίπλα στον Μάνθο της.

Όταν τα πράγματα αγρίεψαν με τους Εβραίους και οι Γερμανοί τους «σημάδεψαν» και είχαν ήδη ξεκινήσει τη «Τελική Λύση», ο Μάνθος πήγε στο σπίτι των πεθερικών του.

«Η Αστερίτσα είναι ασφαλής και δεν πρόκειται να αφήσω ποτέ κανέναν να της κάνει κακό. Μπορώ να προστατεύσω κι εσάς».

Αρνήθηκαν τη βοήθειά του. Μόνο ο Μωυσής, ο μικρός αδερφός της γυναίκας του, τον ακολούθησε.

Για τα επόμενα τρία χρόνια, τα φοβερά χρόνια της Κατοχής, ο Μάνθος, η Στέλλα και ο Μωυσής εντάχθηκαν στο αντάρτικο. Από βουνό σε βουνό κι από χωριό σε χωριό ζούσαν και αγωνίζονταν μαζί με τους αντάρτες για την ελευθερία. Ο Μάνθος κατέβαινε συχνά στην πόλη. Είχε υποσχεθεί στη γυναίκα του να της πηγαίνει νέα από τους δικούς της για να ξέρει ότι είναι καλά και ασφαλείς. Όχι όμως για πολύ.

Στις 24 Μαρτίου 1944, τετρακόσιοι περίπου Εβραίοι της πόλης συγκεντρώθηκαν για να ακολουθήσουν στη συνέχεια τη μοίρα τους που τους οδήγησε στα στρατόπεδα της φρίκης. Όταν τα νέα έφτασαν στο βουνό, η Στέλλα κόντεψε να τρελαθεί. Με τα χίλια ζόρια, ο Μάνθος την έπεισε να μείνει πίσω και να πάει ο ίδιος να δει τι συνέβη.

Τους συνάντησε την ώρα που τους επιβίβαζαν στα καμιόνια για να τους πάνε, ένας Θεός ξέρει πού. Πίσω από ένα συρματόπλεγμα αντάλλαξε τις τελευταίες κουβέντες με τον κουνιάδο του.

«Ελία, είστε καλά;»

«Μάνθο, η Αστερίτσα;»

«Είναι ασφαλής στο βουνό, μην ανησυχείς. Εσείς;»

«Προστάτευσέ την, σε παρακαλώ. Κι όταν μπορέσεις, θα πας στο σπίτι. Η Αστερίτσα ξέρει πού έχουμε κρύψει χρήματα και κοσμήματα. Να φτιάξετε τη ζωή σας».

«Θα σας περιμένουμε, Ελία. Μαζί θα φτιάξουμε και πάλι τη ζωή μας».

«Αντίο, Μάνθο. Να προσέχετε».

Τους είδε να ανεβούν στο φορτηγό και να απομακρύνονται. Και μετά σιωπή.

Στην Αστερίτσα είπε ότι τους πήγαν στην Αθήνα, κι εκεί θα τους κρατούσαν φυλακισμένους σε στρατόπεδο. Τι να της έλεγε που την έβλεπε να λιώνει από το κλάμα και τη στενοχώρια…

Λίγους μήνες αργότερα ήρθε η απελευθέρωση. Οι Γερμανοί αποχώρησαν ηττημένοι και ο κόσμος πανηγύριζε το τέλος του εφιάλτη.

Ο Μάνθος με τη Στέλλα γύρισαν στο σπίτι τους στην πόλη. Με τα χρήματα του Ελία άνοιξαν και πάλι το υαλοπωλείο ενώ ο Μωυσής δούλεψε ως οδηγός. Χρόνια αργότερα έφυγε για το Ισραήλ με την οικογένειά του.

Ελάχιστοι Εβραίοι κατάφεραν να επιστρέψουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η οικογένεια της Στέλλας δεν ήταν ανάμεσά τους. Ο Μάνθος ήταν δίπλα στη γυναίκα του και κρατούσε το χέρι της όταν ήρθαν τα τραγικά νέα.

Η μάνα της, Σαρίνα, ο Ελία, η έγκυος γυναίκα του, Τέτα, και ο πεντάχρονος γιος τους Τζούλια χάθηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Έχασε τα λογικά του ο Ελία όταν τους αντίκρισε νεκρούς στον θάλαμο αερίων κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Ήταν πλέον άχρηστος στους Γερμανούς που τον εκτέλεσαν επιτόπου. Η αδερφή της, Σάρα, ο άντρας της και τα τέσσερα παιδιά τους εκτελέστηκαν στην προσπάθειά τους να κρυφτούν σε φιλικό σπίτι στην Αθήνα.

Μερόνυχτα ολόκληρα πέρασε η Στέλλα θρηνώντας τον αφανισμό της οικογένειάς της αρνούμενη να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα. Ο Μάνθος όμως στάθηκε δίπλα της βράχος για να σπάνε πάνω του τα κύματα της συμφοράς και να παίρνει κάθε λύπη και στενοχώρια που σκίαζε τα όμορφα μάτια της.

Με τη Στέλλα του, ο Μάνθος έζησε για τα επόμενα σαράντα πέντε χρόνια, μέχρι το τέλος της ζωής του. Και μέχρι το τέλος της ζωής του την κοιτούσε στα μάτια και κάθε επιθυμία της ήταν ευαγγέλιο για εκείνον. Ο Θεός δεν τους έδωσε παιδιά, αλλά τους πρόσφερε μια όμορφη ζωή γεμάτη αγάπη και αφοσίωση. Μια ζωή όπως την ονειρεύτηκε ο νεαρός καφετζής κάθε φορά που έβλεπε τη μικρή Εβραιοπούλα να του χαμογελά.

Κι εκείνη στάθηκε δίπλα του, σύντροφος και φίλη στα χρόνια που ήρθαν με μια αγάπη δυνατή που κατάφερε να γκρεμίσει και τους δύο τοίχους που τους χώριζαν.

Συνεχίζουμε με το “Μήνυμα στο μπουκάλι” της Ελπίδα Σαούλου.

ΜΗΝΥΜΑ ΣΤΟ ΜΠΟΥΚΑΛΙ

Η μέρα είχε μυρωδιά καταχνιάς.Ο ελαφρά σκυφτός άνδρας βγήκε σέρνοντας ένα τσαπί πάνω στα υγρά χόρτα. Θεώρησε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να βάλει δύο μαραμένες ρίζες λουλούδια, που είχε περάσει καιρός από τότε που τις είχε αγοράσει. Χτυπώντας με όχι τόση αποφασιστικότητα το χώμα τρεις φορές, άκουσε έναν γυάλινο ήχο που τον σταμάτησε. Παραξενεμένος έσκαψε με τα χέρια του και ανακάλυψε ένα μπουκάλι, στο οποίο υπήρχε ένα μήνυμα που έγραφε: «Κάτω από την πέτρα στη βρύση».

Κινήθηκε νωχελικά αλλά τα βήματά του μάλλον πρόδιδαν περιέργεια. Φτάνοντας στη βρύση έσκυψε, σήκωσε την πέτρα και αυτό που αντίκρισε του έφερε δάκρυα χαράς. Σε ένα πουγκί βρισκόταν το μενταγιόν της γυναίκας του που την είχε χάσει εδώ και χρόνια. Το μενταγιόν είχε κλαπεί το μοναδικό βράδυ που πήγε στο καφενείο του χωριού.

Αρχίζουμε με το διήγημα της Ιωάννας Κανάλα που φέρει τον τίτλο “Μοναχικοί άνθρωποι”.

ΜΟΝΑΧΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Διασχίζουμε τη σιδηροδρομική γέφυρα από όπου έβλεπα τα τρένα. Σταματάω ενώ η γυναίκα που περπατούσε δίπλα μου με προσπερνά σέρνοντας πίσω τη βαλίτσα της. Δεν γνωρίζω καν το όνομά της ή που πηγαίνει. Απλά περπατήσαμε μαζί αυτά τα λίγα μέτρα. Ξέρω πως δεν με είδε ούτε νιώθει το καρφωμένο βλέμμα μου πάνω της. Στρέφω ξανά την προσοχή μου στα τρένα.

Ο κόσμος είχε μαζευτεί και περίμενε το τρένο να σταματήσει. Υπήρχαν γονείς που κρατούσαν τα παιδιά τους από το χέρι. Μπλεγμένα μαζί τους ήταν νεαρά ζευγάρια. Όμως οι άνθρωποι που μου τραβούσαν την προσοχή ήταν αυτοί που στεκόντουσαν μόνοι, με τα χέρια κρυμμένα βαθιά μέσα στις τσέπες τους. Ανάμεσά τους κι εγώ, δεκαοκτώ χρονών. Περνάει γρήγορα ο καιρός τελικά.

Θυμάμαι πως όταν ήμουν μικρός και χρειαζόταν με τη μητέρα μου να χρησιμοποιήσουμε κάποιο μεταφορικό μέσο, σκεφτόμουν ιστορίες για τους μοναχικούς ανθρώπους. Ήταν κάτι σαν παιχνίδι που δημιούργησε το παιδικό μου μυαλό. Ο ένας ήταν γιατρός και γυρνούσε μετά από μια κουραστική μέρα στη γυναίκα και στα παιδιά του. Μπορεί να μην είχε καμία σχέση με την ιατρική και να μην είχε οικογένεια. Άλλος ήταν τρομοκράτης και μόλις είχε κάνει το τέλειο έγκλημα.

Πιάνω τον εαυτό μου να γελάει με τις παιδικές μου σκέψεις. Θα μου ταίριαζε η δουλειά του συγγραφέα, έχω αρκετή φαντασία. Μπορεί αυτοί οι άνθρωποι να μην είχαν κανένα ενδιαφέρον. Εξάλλου, ποιος άνθρωπος έχει πραγματικά ενδιαφέρον στις μέρες μας; Η μόνη λέξη που έφερνε κύκλους στο μυαλό μου την ώρα που περίμενα το τρένο ήταν «τέλος». Κανένα ενδιαφέρον.

Καθισμένος πάνω στη γέφυρα, βλέπω τη γυναίκα που με προσπέρασε πριν, να σταματάει στη στάση την ώρα που το τρένο πλησιάζει. Προχωράει μπροστά πριν το τρένο σταματήσει. Μάλιστα πάει τόσο μπροστά που νομίζω πως θα πέσει στις ράγες.

Μα τι χαζός μου είμαι! Δεν αποφασίζουν όλοι να αυτοκτονήσουν στις ράγες ενός τρένου.

Όταν τα βήματα της σκέψης δυο ανθρώπων συναντώνται στην ποίηση….όπως εδώ της Ιωάννας Κανάλα και της Βασιλικής Κάλλια έχει σαν αποτέλεσμα το “Θυμάσαι;”. Οι στίχοι με τα πλάγια είναι της Βασιλικής οι άλλοι της Ιωάννας…

ΘΥΜΑΣΑΙ;

Μόνη περπατούσες μες στο αυλάκι με τα παγωμένα νερά. Θυμάσαι;

Θυμάσαι τα παιχνίδια μας;

Τα παιχνίδια με την μπάλα όταν ήμασταν μικρά,

το κρυφτό, το κυνηγητό.

Τους γονείς μας να φωνάζουν

όταν γυρνούσαμε σπίτι

με τα γόνατα γρατζουνισμένα και τις φόρμες

μας σχισμένες;

Μόνη κοιτούσες τα σύννεφα στον ουρανό και έφτιαχνες ιστορίες. Θυμάσαι;

Θυμάσαι τα λουλούδια στην αυλή μου;

Το φρεσκοκουρεμένο γρασίδι;

Το γρασίδι όπου ξαπλώναμε και μιλούσαμε

για το μέλλον;

Ένα μέλλον που ήμασταν μαζί.

Εσύ κι εγώ.

Μόνη κοιτούσες τα αγόρια να παίζουν μπάλα στον κήπο. Θυμάσαι;

Πέρασαν τα χρόνια από τότε που έφυγα

με την οικογένειά μου από την πόλη.

Σε άφησα πίσω παρόλο που είχαμε υποσχεθεί

πως δεν θα το κάνουμε ποτέ.

Μου έχεις θυμώσει;

Με σκέφτεσαι;

Ή μάλλον,

με θυμάσαι;

Τίποτα δεν θυμάσαι.

Μόνο ένα κενό έμεινε στη θέση της μνήμης.

Ένα κενό που δεν γεμίζει

μ’ αυτά που δεν θυμάσαι.

ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΕΝ ΤΑΦΩ” της Βασιλικής Πεκλάρη. Αφιερωμένο στη μνήμη της Ελένης Τοπαλούδη και όλων των γυναικών που έπεσαν θύματα της πιο ακραίας εκδήλωσης σεξιστικής βίας.

ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΕΝ ΤΑΦΩ

Σώμα χωρίς ψυχή,
δοχείο άδειο.
Κτήνος ανθρωπόμορφο
κατώτερο από τον προορισμό της φύσης του.
Το έγκλημα κανένα επίθετο ικανό να το ορίσει.
Κι η τούρτα αναμμένη στον τάφο
με τα είκοσι έξι κεριά μιας ζωής
που έσβησε στα είκοσι ένα της χρόνια.
Ο χρόνος παγωμένος
και κάθε κλάσμα του στη σκέψη μας.
Μαζί σε όλα και απούσα από όλα.
Κι εμείς ζωντανοί
με μόνη προσδοκία ένα Πάσχα…

“ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ” της Ιφιγένειας Καλιακάτσου για τις πληγές όλου του κόσμου…..

ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ

Νέες προσφορές και παλιές υποσχέσεις
σαν τοξικό φυτοπλαγκτόν.
Η ηρεμία έχει επιστρέψει σαν τουρμπόνι.
Μας τυλίγει μια δήθεν μεγαλοπρεπής Ποσειδωνία
που θαμπώνει τον καθρέφτη του κόσμου.
Η πορνεία είναι επιχείρηση που πάντα ανθεί.
Καραδοκούν οι μονόφθαλμοι γιοι του Ποσειδώνα.
Οι ανθρώπινες απώλειες και καταστροφές
γίνονται απογοήτευση, θυμός…
Για τις πληγές του κόσμου, ενός λεπτού σιγή.

“Τα Χέρια” με τη ματιά του Νέστωρα Σκέντου

Η δημιουργία του Αδάμ, Μιχαήλ Αγγέλου

ΤΑ ΧΕΡΙΑ

Χέρια που φορούν γάντια
που αγκαλιάζουν
που χαϊδεύουν
που γρονθοκοπούν
είναι χαμένα στη σκόνη και την ομίχλη.
Όμορφα χέρια.
Γεμάτα φλέβες και ρέον αίμα,
ζωντάνια και τρυφερές στιγμές. Είναι βουτηγμένα σε πύον και γλίτσα και ιδρώτα
και χρώμα, πολύ χρώμα.
Καλυμμένα με τη ζεστασιά και
την έξαψη ερωτικών αγγιγμάτων.
Δάχτυλα που εύκολα μπορούν να διαλύσουν λουλούδια
ή να φιμώσουν χείλη.
Χέρια που αντανακλούν φιλιά, κλοτσιές ή γέλια βροντερά.
Ελιές, στίγματα, ρυτίδες, ουλές.
Πρέπει να έχω ξεχάσει τα δικά μου
σε μια τσέπη του μπουφάν μου.
Δεν πειράζει.
Ξέρω πως αν τα χρειαστώ,
αυτά θα είναι εκεί για μένα.

Σειρά έχει το “Όσα δεν είπα” της Ηράκλειας Καλοκαίρη …

“Μπλε υάκινθος στο Παρίσι”, πίνακας της Gerda Roosval- Kallstenius

ΟΣΑ ΔΕΝ ΕΙΠΑ

Θέλω να σε φιλήσω.Θέλω να σε μυρίσω.

Θέλω να σε αγκαλιάσω, να σε κρατήσω για ώρες στην αγκαλιά μου, όπως κρατάω αυτό το λουλούδι.

Θέλω να γίνω το φως, το νερό, ο ήλιος, το χώμα που θα κρατήσει ανθισμένο αυτό το λουλούδι για πάντα.

Αλλά και όταν τελικά μαραθεί να το φυλάξω μέσα στο βρεγμένο από τα δάκρυα μαντίλι μου.

Θα είσαι για πάντα το λουλούδι μου!

Η “Γυμνή Αλήθεια” με φόντο τα παγωμένα νερά μια ηλιόλουστη μέρα του Δεκέμβρη της Βάσως Πεκλάρη…..

ΓΥΜΝΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

Γυμνό τοπίο το σώμα του

γυμνή και η ψυχή του

την ώρα του μεσημεριού

ενός ηλιόλουστου Δεκέμβρη.

Αφορμή το κολύμπι.

Αιτία η απελευθέρωση

από στερεότυπα,

κανόνες που φαντάζουν διαχρονικοί,

αλλά όχι επίκαιροι,

και νόμους.

Στάθηκε χαζεύοντας το απέραντο της θάλασσας

ντυμένος την εμπειρία των χρόνων του.

Βούτηξε στα παγωμένα νερά

σπρώχνοντας με δύναμη στον βυθό

ό,τι τον κρατούσε δέσμιο μιας ζωής συμβατικής

ντυμένης στα καλά της.

Για τους άλλους η γύμνια ενοχή.

Γι’ αυτόν αλήθεια.

Ένας στίχος του Οδυσσέα Ελύτη έγινε αφορμή να γράψει ο Ναπολέων Χουλιάρας το επόμενο ποίημα με τον τίτλο “Παράκλησις”

Πίνακας Δημήτρη Γερανιώτη

ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ

Στο άνθος της πορτοκαλιάς

μουρμούρα στήνει και χορό

της άνοιξης το βουητό.

Μα κάποιον έχει συντροφιά

θαρρείς αλλόκοτα μιλά

ψελλίζει και παρακαλά.

Σήκω μικρή μικρή πορτοκαλένια1

φόρεσε τα καλά σου

βάλε τα μήλα τα χρυσά

τη ζουμερή ματιά σου

κι άσε στο άνθος να χωθώ

της άνοιξης το βουητό

να μου φορέσει μαγιάτικο στεφάνι.

Μελισσοκέρι να γενώ

στου έρωτα τα πάθη να καώ.

Σήκω μικρή μικρή πορτοκαλένια

Φόρεσε τα καλά σου.

1 Ο στίχος είναι του Οδυσσέα Ελύτη και στάθηκε αφορμή για να γραφτεί το ποίημα.

Σειρά έχει “ΤΟ ΝΕΡΟΠΟΥΛΟ” της Ιφιγένειας Καλιακάτσου αφιερωμένο….

ΤΟ ΝΕΡΟΠΟΥΛΟ

Στον Κώστα

Η αβεβαιότητα της άφεγγης νύχτας

και η απόσταση της σιγουριάς τρόμαξε

και πιάστηκε το νερόπουλο στην ερωτική

αιχμαλωσία του.

Οι παράχθιες κλαίουσες ιτιές θροΐσαν

σε ανέμου αγκαλιά

και αεροχείμαρρος τις πικραλίδες

διέλυσε χωρίς ευχή…

Το νερό του ποταμού βιαζόταν

με ήχους προϊστορικούς

αγγίζοντας τον πάτο του σήμερα

που έγινε χθες θωπεύοντας τη ματαιοδοξία μας.

Συνεχίζουμε με το ποίημα “Η λάμψη” της Παναγιώτας Μακρή.


Οι Καθεδρικοί του Μπρόντγουεϊ, Florine Stettheimer

Η ΛΑΜΨΗ

Σαν από άλλη εποχή βγαλμένη

να ψάχνει κάπου ν’ ακουμπήσει σήμερα.

Κάποτε ήταν δρόμοι πολυσύχναστοι,

πλακόστρωτα στενά και πολύβουες πλατείες,

γιγάντιες οθόνες και βαφτισμένοι αστέρες,

σινιέ ταγεράκια και ρεπούμπλικες.

Ήξερε να δείχνεται τότε.

Σαν να ψάχνει κάπου ν’ακουμπήσει σήμερα.

Οι δρόμοι ακόμη πολυσύχναστοι.

Πλατύναν όμως τα στενά,

σκυθρώπιασαν οι πλατείες,

μικρύναν οι οθόνες και σβήσαν οι αστέρες.

Τα μαγαζιά αλλάξαν συνολάκια.

Αποφάσισε να μην ακουμπήσει κάπου σήμερα.

Αύριο είναι μια άλλη μέρα.

Το ποίημα “Αντιστέκομαι” αποτελεί συλλογική δουλειά των μελών του τμήματος με υπεύθυνη την κ. Μαρίνα Βασιλειάδου.

ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΜΑΙ

Αντιστέκομαι ακόμη

Μετά την πτώση

Στη ρωγμή του χρόνου

Σ’ έναν φθινοπωρινό περίπατο

Τόσο ίδιο, μα τόσο διαφορετικό

Εγώ, η κίτρινη καρδιά.

Είναι εκπληκτικό να βλέπει κανείς πώς μέσα από τις δράσεις των τμημάτων μας αναδεικνύονται τα ταλέντα και οι απίστευτες κρυμμένες δυνατότητες των συμπολιτών μας!!! Οι εικονιζόμενες κυρίες βραβεύτηκαν στον 1ο Πανελλήνιο διαγωνισμό των εκδόσεων “Ηλιαχτίδα” για τα ποιήματά τους, δημιουργήματα της συμμετοχής τους στο τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Συλλόγου μας.

Ιφιγένεια Καλιακάτσου και Βάσω Πεκλάρη

Παρουσίαση λογοτεχνικών έργων από το εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής

Σας προσκαλούμε να το επιβεβαιώσετε την Τρίτη 20 Ιουνίου και ώρα 18:30 στην παρουσίαση λογοτεχνικών έργων που προέκυψαν από το Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής το οποίο λειτούργησε στο Σύλλογό μας την περίοδο Οκτωβρίου 2022 έως τον Ιούνιο του 2023 με συντονίστρια τη Μαρίνα Βασιλειάδου. Η παρουσίαση των έργων θα γίνει από τους ίδιους τους δημιουργούς τους σε μια λιτή εκδήλωση στην αίθουσα εκδηλώσεων του Συλλόγου μας.
Οι φίλοι της τέχνης του λόγου μην το χάσετε!!!

Οι φωτογραφίες είναι από την εκδήλωση.


Το τμήμα λειτουργεί την περίοδο 2022 -2023 Τα μαθήματα γίνονται κάθε Τρίτη 19:00 -20:00 Υπεύθυνη του τμήματος η κ. Μαρίνα Βασιλειάδου.

Το εργαστήρι δημιουργικής γραφής για ενηλίκους είναι ένα τμήμα που δημιουργήθηκε μετά από αίτημα πολλών συμπολιτών μας που επιθυμούν να ασχοληθούν με τη λογοτεχνία, το καλό βιβλίο και τη γραφή ως εργαλείο σκέψης, έκφρασης και δημιουργικότητας. Με ερεθίσματα από τις αισθήσεις, από τις μνήμες, από το περιβάλλον, από τα βιώματα και τα όνειρα, από την τέχνη και τη φύση, να δημιουργηθούν διάλογοι, εικόνες, χαρακτήρες και σκηνές που θα μετατραπούν σε ένα δυνατό, πρωτότυπο γραπτό….

Υπεύθυνη του εργαστηρίου η Μαρίνα Βασιλειάδου.

Η Μαρίνα σπούδασε φιλολογία στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και θέατρο στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει εργαστεί ως θεατροπαιδαγωγός σε σχολεία, μουσεία και πολιτιστικούς συλλόγους. Επίσης, έχει λάβει επιμόρφωση στη διόρθωση και επιμέλεια κειμένων, και έχει συνεργαστεί με ιδιώτες κι εκδοτικούς οίκους. Ακόμα, έχει παρακολουθήσει αρκετά σεμινάρια σχετικά με τις τέχνες και τη γραφή. Ενδεικτικά, μαθήματα αφήγησης με την Ανθή Θάνου, σωματικού θεάτρου με την Αλίκη Δουρμάζερ, yoga με τη Βάλια Βλάτσιου, χορού με την Ανθή Καμαριώτη και τη Σοφία Χαλκίδου, slow art με τη Στεφανία Τσακιράκη και δημιουργικής γραφής με την Πένυ Φυλακτάκη και τον Γιάννη Κατσιγιάννη. Το 2019 κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Γαϊτανάκι στον αέρα», από τις εκδόσεις Πνοή.

Ώρες Λειτουργίας

Δευτέρα – Παρασκευή: 19:00 – 21:00

Βρείτε μας στο Facebook

Facebook Pagelike Widget

Η διεύθυνσή μας

Καιρός

booked.net

Μοιραστείτε το: